- σκληρυσμός
- ὁ, Α [σκληρύνω]σκλήρυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρυσμός — hardening masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρυσμοί — σκληρυσμός hardening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρυσμοῦ — σκληρυσμός hardening masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)